- ευδιασκέδαστος
- εὐδιασκέδαστος, -ον (Α)1. (για έμπλαστρο) αυτός που απλώνεται, που στρώνει εύκολα2. αυτός που διασκορπίζεται εύκολα («εὐδιασκέδαστος ἡδονή»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διασκεδάζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐδιασκέδαστος — easily spread masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδιασκέδαστον — εὐδιασκέδαστος easily spread masc/fem acc sg εὐδιασκέδαστος easily spread neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδιασκεδάστου — εὐδιασκέδαστος easily spread masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)